- παιδιαρίζω
- φέρνομαι σαν παιδί: Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμα παιδιαρίζεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιδιαρίζω — παιδιαρίζω, παιδιάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek
μειρακιεύομαι — και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον] 1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.) 2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική… … Dictionary of Greek
νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… … Dictionary of Greek
νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] … Dictionary of Greek
παιδιάρισμα — το [παιδιαρίζω] συμπεριφορά παιδιού, πράξη ή λόγος παιδαριώδης, παιδαριωδία … Dictionary of Greek
παιδιακίζω — [παιδιακός] παιδιαρίζω … Dictionary of Greek
παιδιαρίστικος — η, ο 1. παιδαριώδης, παιδιακήσιος 2. παιδικός. επίρρ... παιδιαρίστικα με τρόπο που αρμόζει σε παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιαρίζω + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek
παιχνιδίζω — και παιγνιδίζω [παιχνίδι / παιγνίδι] 1. κινούμαι ελαφρά πέρα δώθε («ηλιαχτίδες παιχνιδίζανε στα μαλλιά της») 2. μτφ. φέρομαι σαν παιδί, παιδιαρίζω … Dictionary of Greek